- ὀνοματοθεσία
- ὀνοματοθεσίᾱ , ὀνοματοθεσίαthe giving a namefem nom/voc/acc dualὀνοματοθεσίᾱ , ὀνοματοθεσίαthe giving a namefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοματοθέσια — ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) [ονοματοθέτης] εορτασμός τής ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών … Dictionary of Greek
ονοματοθεσία — η (Μ ὀνοματοθεσία) [ονοματοθέτης] καθορισμός ονόματος, ονομασία νεοελλ. 1. βάπτισμα, απονομή ονόματος 2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσα («ονοματοθεσία φυτών») 3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν… … Dictionary of Greek
ὀνοματοθεσίας — ὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσία the giving a name fem acc pl ὀνοματοθεσίᾱς , ὀνοματοθεσία the giving a name fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοματοθεσίαν — ὀνοματοθεσίᾱν , ὀνοματοθεσία the giving a name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομάτιση — η ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
ονοματοδοσία — η 1. (νομ.) απόδοση κύριου ονόματος στο τέκνο με κοινή δήλωση τών γονέων στον ληξίαρχο που είναι αρμόδιος και για την καταχώριση τής γέννησης τού τέκνου 2. εκκλ. η ονοματοθεσία … Dictionary of Greek
ονοματοθέτης — ο (Α ὀνοματοθέτης) αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι νεοελλ. 1. ανάδοχος, νονός 2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο θέτης] … Dictionary of Greek
ονοματοθετικός — ὀνοματοθετικός, ή, όν (Μ) [ονοματοθέτης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην ονοματοθεσία 2. αυτός που έχει την τάση να δίνει ονόματα … Dictionary of Greek
παρανήτη — ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»] … Dictionary of Greek
υπερπαρανήτη — ἡ, Μ μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η χορδή που βρίσκεται πάνω από την παρανήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παρανήτη «η τέταρτη χορδή»] … Dictionary of Greek